- αἰχμόδετος
- αἰχμό-δετος, im Kriege gefesselt, gefangen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αιχμόδετος — αἰχμόδετος, ον (Α) αυτός που πιάστηκε κατά τον πόλεμο, ο αιχμάλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + δετὸς < δέω «δένω»] … Dictionary of Greek
αἰχμόδετος — bound in war masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek